στεμφυλούργιον

στεμφυλούργιον
στεμφῠλ-ούργιον, τό,
A wine-press, BGU531 ii 12 (ii A.D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • στεμφυλούργιον — τὸ, Α [στεμφυλουργός] πιεστήριο με το οποίο γίνεται η σύνθλιψη τών στεμφύλων, πατητήρι …   Dictionary of Greek

  • στεμφυλουργικός — ή, όν, Α [στεμφυλουργός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο στεμφυλούργιον* …   Dictionary of Greek

  • στεμφυλουργός — ὁ, Α εργαζόμενος σε στεμφυλούργίον, σε πατητήρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < στέμφυλον + ουργός (< ἔργον*)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”